ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sugár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
katódsugárcső

καθοδικός σωλήνας◼◼◼

kisugárzás

εκπομπή◼◼◼

kozmikus sugárzás

κοσμική ακτινοβολία◼◼◼

Kozmikus sugárzás

Κοσμικές ακτίνες

napsugár

ηλιαχτίδα

napsugárzás

ηλιακή ακτινοβολία◼◼◼

nem-ionizáló sugárzás

μη ιον(τ)ίζουσα ακτινοβολία

Röntgensugárzás

Ακτίνες Χ◼◼◼

ultraibolya sugárzás

υπεριώδης ακτινοβολία◼◼◼

élelmiszer besugárzás

ακτινοβόληση τροφίμων

12

Το ιστορικό σας