ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

steril σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
steril

στείρος◼◼◼

sterilitás

στειρότητα◼◼◼

sterilizálás

στείρωση◼◼◼

Το ιστορικό σας