ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

srác σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
srác

αγόρι

τυπάς

τύπος

fiú, csávó (slang), srác (informal)

αγόρι (agóri)

Το ιστορικό σας