ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sosem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sosem

ποτέ◼◼◼

ουδέποτε◼◼◻

sosem ettem még ilyen sokat

δεν έχω ξαναφάει τόσο πολλά

sosem tudja az ember

ποτέ δεν ξέρεις/ξέρει κανείς

ez a festék sosem fog lejönni

αυτό το χρώμα δε θα βγει ποτέ

Το ιστορικό σας