ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sebezhető σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sebezhető

ευάλωτος◼◼◼

ευπαθής

τρωτός

sebezhetőség

τρωτότητα◼◼◼

ευπάθεια◼◼◼

αδυναμία◼◼◻

Το ιστορικό σας