ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

savó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
savó

ορός◼◼◼

ορός γάλακτος◼◼◼

γάλα◼◼◻

τυρόγαλα◼◼◻

ξινόγαλα◼◻◻

ξινόγαλο

tejsavó

ορ(ρ)ός γάλακτος/τυρόγαλα

vérsavó

ορός◼◼◼

Το ιστορικό σας