ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sarok σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sarok

γωνία◼◼◼

γωνία (η)◼◼◼

τακούνι◼◼◻

κέρατο

sarokba szorít

γωνία

sarok

ακρογωνιαίος λίθος

sarokvas

μεντεσές

ajtósarok

μεντεσές

cipősarok

τακούνι

φτέρνα

Το ιστορικό σας