ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sarjerdő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sarjerdő

πρεμνοφυές δάσος (δασύλλιο)

sarjerdő szabványokkal

διφυής μορφή συστάδας

sarjerdő/erdősáv

πρεμνοφυές δάσος (δασύλλιο)

Το ιστορικό σας