ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

salak σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
salak

σκωρία◼◼◼

σκωρία (μεταλλεύματος)◼◼◼

alig várom hogy újra lássalak.

ανυπομονώ να σε ξαναδώ

Το ιστορικό σας