ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

süket σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
süket

γάιδαρος

κουφός

κουφός (koufós)

κωφός

κωφός (kofós)

süketség

κουφαμάρα

κωφότητα

κώφωση

az újságban láttam a hirdetésüket

είδα την αγγελία σας στην εφημερίδα

Το ιστορικό σας