ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sért σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tölcsértorkolat

εκβολή ποταμού

törvénysértés

παράβαση◼◼◼

παραβίαση◼◻◻

κάταγμα

παράβαση/παραβίαση/κάταγμα

12

Το ιστορικό σας