ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rokon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rokon

σχέση◼◼◼

οικείος

οικείος (oikeíos)

rokonlátogatáson veszek részt

επισκέπτομαι συγγενείς

rokonszenv

συμπάθεια

rokonság

σχέση◼◼◼

συγγένεια◼◼◻

συγγενείς◼◼◻

οικογένεια◼◼◻

névrokon

συνονόματος

vérrokon

σχέση

Το ιστορικό σας