ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rohan σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rohan

βούρλο

σπεύδω

τρέχω

ne rohanj a lépcsőn!

μην τρέχεις στα σκαλιά!

Το ιστορικό σας