ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

reszelő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
reszelő

αρχείο

λίμα

λιμάρω

ράσπα

ρινίζω

τρίφτης

Το ιστορικό σας