ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

reszel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
reszel

αναξύω

αρχείο

λίμα

λιμάρω

ρινίζω

τρίβω

reszelő

αρχείο

λίμα

λιμάρω

ράσπα

ρινίζω

τρίφτης

dörzsöl, reszel

τρίβω

Το ιστορικό σας