ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendellenesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendellenesség

ανωμαλία◼◼◼

διαταραχή◼◼◻

παρατυπία◼◻◻

αταξία◼◻◻

fejlődési rendellenesség

δυσπλασία/δυσμορφία/διαμαρτία διάπλασης

táplálkozási rendellenesség

τροφική διαταραχή

Το ιστορικό σας