ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendelkezés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendelkezés

διάθεση◼◼◼

απαλλαγή◼◼◻

τρόφιμα◼◼◻

εντολή◼◼◻

διανομή◼◼◻

διαταγή◼◼◻

διοίκηση◼◼◻

αποκομιδή◼◻◻

közigazgatási rendelkezés

διοικητικό διάταγμα

nem áll elegendő összeg rendelkezésre a számláján

ανεπαρκές ποσό

önrendelkezés

αυτοδιάθεση◼◼◼

αυτονομία◼◻◻

Το ιστορικό σας