ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rend σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendszám

αριθμός◼◼◼

πινακίδα◼◻◻

ατομικός αριθμός

rendszámtábla

πινακίδα◼◼◼

πινακίδα κυκλοφορίας◼◼◻

rendszer

σύστημα◼◼◼

σύστημα (sýstima)◼◼◼

καθεστώς◼◼◼

σύμφωνο◼◼◻

Rendszer

Σύστημα◼◼◼

rendszeres

κοινό◼◼◼

συστηματικός◼◼◼

κοινή◼◼◼

τακτικός◼◼◼

κανονική◼◼◻

συχνή◼◼◻

κανονικό◼◻◻

συχνό◼◻◻

ομαλός◼◻◻

κοινός◼◻◻

συχνός◼◻◻

συνηθισμένη

κανονικός

τακτός

rendszeresen

ομαλά◼◼◼

τακτικά

rendszerint

συνήθως◼◼◼

κανονικά◼◼◼

φυσιολογικά◼◻◻

rendszerint vagy általában

συνήθως

Rendszermag

Πυρήνας (υπολογιστές)

rendszertan

ταξινομία

ταξονομία/ταξινόμηση

Rendszertan

Ταξινομία

rendtartás

κανονισμός◼◼◼

rendű

βαθμός◼◼◼

rendzavarás

ταραχή◼◼◼

(+ tárgyeset) rendelkezik vmivel

διαθέτω

(főleg politikai) rendszer

καθεστώς (το)

a rendszer nem működik jelenleg

έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή

4567

Το ιστορικό σας