ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
rendelkezik | διάταγμα◼◼◼ ψήφισμα◼◼◻ |
rendellenes | ανώμαλος◼◼◼ |
rendellenesen | ανώμαλα◼◼◼ |
rendellenesség | ανωμαλία◼◼◼ διαταραχή◼◼◻ παρατυπία◼◻◻ αταξία◼◻◻ |
rendelő | ιατρείο◼◼◼ |
rendeltetés | χρήση◼◼◼ αποστολή◼◼◼ λειτουργία◼◼◻ διαδικασία◼◼◻ συνάρτηση◼◻◻ χρησιμότητα◼◻◻ ορισμός◼◻◻ |
rendelünk egy kis italt a szünetben? | |
rendes | κανονική◼◼◼ κανονικό◼◼◻ συνήθης◼◼◻ κοινό◼◻◻ κανονικός◼◻◻ κοινή◼◻◻ τακτικός◼◻◻ |
rendesen | δίκαιο◼◼◼ |
rendesen bántak veled? | σου φέρθηκαν καλά; (kezel vmit) χερίζομαι (-στώ)(+ tárgyeset) |
rendetlen | |
rendetlenség | |
rendez | σειρά◼◼◼ |