ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rejtvény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rejtvény

αίνιγμα◼◼◼

γρίφος

keresztrejtvény

σταυρόλεξο (staurolexo, stavrolexo)

το σταυρόλεξο

Keresztrejtvény

Σταυρόλεξο

Το ιστορικό σας