ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rag σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
virágos növények

αγγειόσπερμα

καλλωπιστικά φυτά

virágpor

γύρη◼◼◼

virágtalan növény

κρυπτόγαμα

viragtartó

ανθοδοχείο

virágvasárnap

Κυριακή των Βαΐων

virágzat

ταξιανθία◼◼◼

virágzik

ανθοφορία◼◼◼

ανθίζει

ανθίζω

ανθός

Zaragoza

Σαραγόσα◼◼◼

zöldtrágya

χλωρή λίπανση

567

Το ιστορικό σας