ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rabszolga σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rabszolga

δούλος

δούλος (doúlos)

σκλάβα

σκλάβος

rabszolgaság

δουλεία◼◼◼

Rabszolgaság

Δουλεία◼◼◼

Το ιστορικό σας