ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rövidlátó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rövidlátó

μυωπικός

μύωπας

rövidlátó vagy távollátó?

είστε μυωπικός;

Το ιστορικό σας