ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

római σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
római

Ρώμη◼◼◼

ρωμαϊκό (romaïkó)◼◻◻

ρωμαϊκή (romaïkí)◼◻◻

Ρωμαίος

ρωμαϊκός

ρωμαϊκός (romaïkós)

Római

ρωμαϊκός

Római Birodalom

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Romaiki Aftokratoria) (:el:Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία'el)

római kömény

κύμινο

Római Köztársaság

Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Római mitológia

Ρωμαϊκές θεότητες

Ρωμαϊκή μυθολογία

Rómaiakhoz

προς Ρωμαίους

II. Frigyes német-római császár

Φρειδερίκος Β' Χοενστάουφεν

Το ιστορικό σας