ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rím σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rím

ομοιοκαταληξία

Rím

Ομοιοκαταληξία

rímel

ομοιοκαταληκτώ

ομοιοκαταληξία

Krím

Κριμαία◼◼◼

Κριμαϊκή Χερσόνησος

krími tatár

κριμαϊκά ταταρικά

Κριμαϊκή Ταταρική γλώσσα

prím

πρώτος

Prímszámok

Πρώτος αριθμός

prímszámok

πρώτος αριθμός

Το ιστορικό σας