ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

québec σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Québec

Κεμπέκ◼◼◼

Κεμπέκ (επαρχία)◼◼◼

Québec (város)

Κεμπέκ (πόλη)◼◼◼

Το ιστορικό σας