ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

puska σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
puska

όπλο◼◼◼

πυροβόλο◼◼◻

πιστόλι

σκονάκι

τουφέκι

τουφέκι (toufeki)

τυφέκιον

τυφέκιον (tifékion)

puskaműves

οπλοποιός◼◼◼

puskapor

πυρίτιδα◼◼◼

géppuska

πολυβόλο

Το ιστορικό σας