ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

publikál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
publikál

δημοσιεύω

δημοσιοποιώ

εκδίδω

publikálás

δημοσίευση◼◼◼

megjelentet, publikál (→ δημοσιεύομαι megjelenik)

δημοσιεύω (δημοσιεύσω)

Το ιστορικό σας