ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pszichológia σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Pszichológia

Ψυχολογία◼◼◼

pszichológiai hatás

ψυχολογική επίδραση

pszichológiai stressz

ψυχολογική πίεση

Játék (pszichológia)

Παιχνίδι◼◼◼

környezetpszichológia

περιβαλλοντική ψυχολογία

szociálpszichológia

κοινωνική ψυχολογία◼◼◼

Το ιστορικό σας