ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

prostituált σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
prostituált

εκπορνεύομαι

εκπορνεύω

ιερόδουλη

πουτάνα

πουτάνα (poutána)

πόρνη

πόρνη (pórni)

πόρνος (pórnos)

σκύλα

τσούλα

Το ιστορικό σας