ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

probléma σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
probléma

προβλήματα◼◼◼

πρόβλημα (próvlima)◼◼◼

probléma, gond

πρόβλημα (το)

környezeti problémamegoldás

επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων

mi a probléma?

ποιό είναι το πρόβλημα;

Το ιστορικό σας