ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

poros σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
poros

σκονισμένος

Porosz–francia háború

Γαλλοπρωσικός Πόλεμος

Poroszország

Πρωσία

Το ιστορικό σας