ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

populáció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Populáció

Πληθυσμός◼◼◼

populáció

πληθυσμός◼◼◼

populációökológia

οικολογία των πληθυσμών

emberi populáció

ανθρώπινος πληθυσμός

növénypopuláció

φυτικός πληθυσμός

állatpopuláció

ζωικός πληθυσμός◼◼◼

Το ιστορικό σας