ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

piskóta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
piskóta

παντεσπάνι

babapiskóta

μπουντουάρ

borban áztatott piskóta pudinggal és tejszínnel

τράιφλ

Το ιστορικό σας