ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pincér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pincér

αγόρι

γκαρσόν

σερβιτόρος

σερβιτόρος (servitóros)

σερβιτόρος (ο)

bár pincér

μπάρμαν

bár pincér

μπαργούμαν

Το ιστορικό σας