ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

petrolkémia σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
petrolkémia

πετροχημική ουσία

petrolkémiai

πετροχημικός◼◼◼

petrolkémiai ipar

πετροχημική βιομηχανία◼◼◼

Το ιστορικό σας