ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

permet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
permet

ψεκασμός◼◼◼

σπρέι◼◼◻

εκνέφωμα◼◼◻

ψεκάζω

permetez

ψεκασμός◼◼◼

ψεκάζω

permetező

ψεκαστήρας◼◼◼

Το ιστορικό σας