ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pej σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pej

καστανός

κόλπος

pejoratív

εξευτελιστικός

μειωτικός

υποτιμητικός

kopejka

καπίκι

Tajpej

Ταϊπέι (Taïpéi)◼◼◼

Το ιστορικό σας