ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

papa σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
papa

μπαμπάς

μπαμπούλης

πατέρας

papaja

παπάγια◼◼◼

arapapagáj

μακάο

dédnagypapa

προπάππος

nagypapa

πάππος

παππούς

παππούς (ο)

nagypapa (nagypapi)

παππούς

Το ιστορικό σας