ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pú σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά

πορδή

πορδή (pordí)

p

καμπούρα

ύβος

arcder

πούδρα

egy teve

δρομάδα

δρομάς

felhőala számítástechnika

νεφοϋπολογιστική

υπολογιστικό νέφος

fingik, zik

κλάνω (kláno)

Szingar

Σιγκαπούρη (Singapoúri)◼◼◼

Σινγκαπούρη◼◼◻

szingari

Σιγκαπούρης◼◼◼

szénala energia

ενέργεια (παραγόμενη) από τον άνθρακα

épgy

επίσης◼◼◼

τόσο◼◼◼

Το ιστορικό σας