ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pótmama σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pótmama

μπέμπι−σίτερ (bébi-síter)

μπεϊμπισίτερ (beïbisíter)

Το ιστορικό σας