ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pók σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pók

αράχνη

αράχνη (aráchni)

αραχνοειδή

Pókember

Σπάιντερμαν

Póker

Πόκερ◼◼◼

pókháló

αράχνη

pókiszony

αραχνοφοβία

Pókok

Αράχνη

madárpók

ταραντούλα

Το ιστορικό σας