ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pénztár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pénztár

κασέλα

κασόνι

κιβώτιο

ταμειακή μηχανή

pénztárca

βαλάντιο

χρηματοφυλάκιο

pénztárgép

ταμείο

ταμειακή μηχανή

pénztáros

ταμίας◼◼◼

takarékpénztár

ταμιευτήριο◼◼◼

Το ιστορικό σας