ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pár

ζεύγος◼◼◼

ζευγάρι◼◼◻

ημερομηνία◼◼◻

δίδυμος

ζευγαρώνω

ταίρι

pára

ατμός◼◼◼

αχνίζω

αχνός

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

υδρατμός

pára/porfüstréteg

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

páranyomás

πίεση ατμού

páratartalom

υγρασία◼◼◼

páratlan

περιττός◼◼◼

μονός◼◻◻

párbaj

μονομαχία

párbajozik

μονομαχία

párbeszéd

διάλογος◼◼◼

διάλογος (ο)◼◼◼

συζήτηση◼◼◻

κουβέντα

συνομιλία

párduc

πάνθηρας

párhuzam

παραλληλισμός◼◼◼

σύγκριση◼◼◻

αντιστοιχία◼◻◻

párhuzamos

παράλληλα◼◼◼

παράλληλο◼◼◻

παράλληλος◼◼◻

εγγύηση

párhuzamosan

παράλληλα◼◼◼

παράλληλος◼◻◻

párhuzamosság

παραλληλισμός◼◼◼

Párizs

Παρίσι (parísi)◼◼◼

Πάρης

12

Το ιστορικό σας