ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

oxidál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
oxidál

οξειδώνω

oxidálható anyag

οξιδωτικό υλικό

oxidálószer

οξιδωτικό (μέσο)

fotokémiai oxidálószer

φωτοχημικό οξιδωτικό (μέσο)

Το ιστορικό σας