ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ott σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elátkozott

καταραμένος

elbizakodott

ψωνισμένος

élesztővel dúsított liszt

αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα)

elfogadott

γενικός◼◼◼

αποδεκτός◼◼◼

αναγνωρισμένος◼◼◼

elhagyatott

εγκαταλελειμμένος

έρημος

παρατημένος

elhagyott

έρημος

elhagyott jármű

εγκαταλελειμμένο όχημα

elhízott

παχύσαρκος

ellátottság

εφοδιασμός◼◼◼

προσφορά◼◼◼

προμήθεια◼◼◻

elmaradott

καθυστερημένος (-η-ο)

elmaradott ország

καθυστερημένη χώρα

elmosódott

θαμπός

θολός

elnézést, ez elfogyott

συγγνώμη, αυτό μας τελείωσε

elnézést, mind elfogyott

συγγνώμη δεν μας έχουνε μείνει

előregyártott épület

προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ

előtt

πριν από◼◼◼

μπροστά από◼◻◻

για◼◻◻

πριν◼◻◻

ενώπιον◼◻◻

μπροστά◼◻◻

προτού◼◻◻

μπροστά σε

előtte

πριν από◼◼◼

μπροστά από◼◻◻

για

ενώπιον

μπροστά

μπροστά σε

νωρίτερα

πριν

προηγούμενος

προηγουμένως

2345

Το ιστορικό σας