ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ott σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyitott

ανοιχτός◼◼◼

ανοίγω

ανοιχτός (anoichtós)

nyitott, nyitva

ανοικτός (-ή-ό)

nyomtatott

έντυπος◼◼◼

ő lemondott

παραιτήθηκε

oldott oxigén

διαλυμένο οξυγόνο◼◼◼

oldott szerves szén

διαλυμένος οργανικός άνθρακας◼◼◼

öntöttvas

χυτοσίδηρος◼◼◼

Öntöttvas

Χυτοσίδηρος◼◼◼

örökbefogadott

υιοθετημένος / υιοθετημένη

összeköttetés

σύνδεση◼◼◼

σύνδεσμος◼◻◻

δεσμός◼◻◻

öt perccel ezelőtt

πριν πέντε λεπτά

pattogatott kukorica

ποπ κορν◼◼◼

polibrómozott bifenil

πολυβρομιωμένο διφαινύλιο

poliglott

πολύγλωσσος

poliklórozott bifenil

πολυχλωριωμένο διφαινύλιο◼◼◼

poliklórozott dibenzo-p-dioxin

πολυχλωροδιβενζο-π-διοξίνη

poliklórozott dibenzofurán

πολυχλωριωμένο διβενζοφουράνιο

poliklórozott terfenil

πολυχλωριωμένο τερφαινύλιο

pöttöm

υποκοριστικό

υποκοριστικός

pötty

στιγμή

redundáns (elbocsátott)

περιττός

részlegesen halogénezett klórozott fluorozott szénhidrogén

μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας

rögtönzött

αυτοσχέδιος◼◼◼

romlott

διεφθαρμένος

κακομαθημένος

κλούβιος

σαθρός

σάπιος

φαύλος

rossz, romlott

χαλασμένος (-η-ο)

rothasztott iszap

χωνε(υ)μένη ιλύς◼◼◼

Rotterdami Erasmus

Ντεζιντέριους Έρασμος

sajnálom, elfogyott a kreditem

συγγνώμη, μου τελείωσε η κάρτα

sajnálom, rossz számot hívott

συγγνώμη, μάλλον έχετε καλέσει το λάθος νούμερο

Sandro Botticelli

Σάντρο Μποτιτσέλι

91011

Το ιστορικό σας