ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

osztó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
osztó

διαιρέτης◼◼◼

elosztó

διανομέας◼◼◼

elosztókereskedelem

διανεμητικό εμπόριο

energiaelosztó rendszer

δίκτυο διανομής ενέργειας

legnagyobb közös osztó

μέγιστος κοινός διαιρέτης

települési vízelosztórendszer

δημοτικό σύστημα υδροδότησης

Το ιστορικό σας