ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ortodox σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ortodox

ορθοδοξία

ορθόδοξος

Ortodox kereszténység

Ορθόδοξη Εκκλησία

Το ιστορικό σας