ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

online σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
online

ηλεκτρονικός◼◼◼

online/hálózaton hozzáférhető szolgáltatás

υπηρεσία επί γραμμής

Το ιστορικό σας